- πλέγδην
- Αεπίρρ. με συμπλοκή, μπερδεμένα («αὐτὰρ ὅ χεῑρας πλέγδην οὐκ ἀνίησιν ἀπ' αὐχένος», Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επιρρμ. κατάλ. -δην (με τροπή τού -κ- σε -γ- αφομοιωτικά προς το -δ-), πρβλ. αρπάγ-δην].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλέγδην — entwined indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… … Dictionary of Greek